- εκπολιτιστικός
- -ή, -όαυτός που συμβάλλει στον εκπολιτισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκπολιτιστικός — ή, ό επίρρ. ά που συντελεί στον εκπολιτισμό: Εκπολιτιστικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Loutrochori — Λουτροχώρι … Deutsch Wikipedia
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
εξημερωτικός — ή, ό που μπορεί να εξημερώνει, κατευναστικός, εκπολιτιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)